Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Ανάγκη ανάταξης και ριζοσπαστικής επανίδρυσης της ΛΑΕ. Tου Χρίστου Τουλιάτου, μέλους της ΠΕ Ζωγράφου

H Λαϊκή Ενότητα οδεύει προς την συνδιάσκεψη συγκρότησής της σε μία περίοδο πολύ δύσκολη, με αναβαθμισμένες απαιτήσεις, μετά τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την απογοήτευση που έχει σπείρει στον ελληνικό λαό και τον κόσμο της Αριστεράς. Είναι μία συνδιάσκεψη όπου πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα εμπρός στη συγκρότηση, τη συντροφικότητα, την εμβάθυνση του πολιτικού σχεδίου και της δημοκρατικής λειτουργίας μας. Στο πλαίσιο αυτό θα καταθέσω κάποιες σκέψεις.
Πού είμαστε και πού πάμε;
Βρισκόμαστε στον 8ο χρόνο της διεθνούς οικονομικής κρίσης που δεν φαίνεται να ξεπερνιέται. Οι ρυθμοί ανάπτυξης ασθμαίνουν κάνοντας τον πρώην κεντρικό τραπεζίτη των ΗΠΑ Άλαν Γκρίνσπαν να προβλέπει μεσοπρόθεσμα συνθήκες ασταθούς αναιμικής ανάπτυξης για τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Οι ανισότητες και η ανεργία παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και η επίθεση στους μισθούς και τα δικαιώματα συνεχίζεται, αφού μάλιστα δεν έχει συγκροτηθεί από την πλευρά των δυνάμεων του κεφαλαίου κάποιο νέο ηγεμονικό τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα συσσώρευσης που να εξασφαλίζει ικανή καπιταλιστική ανάπτυξη και κερδοφορία μεσοπρόθεσμα. Το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο (και το αντίστοιχο μεταπολιτευτικό στη χώρα μας) καταργείται βίαια στην Ελλάδα των μνημονίων, με τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, με τη μονιμοποίηση της λιτότητας και της ελαστασφάλειας σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια ώρα που στις αναπτυσσόμενες χώρες επικρατεί «κινεζοποίηση» μισθών και δικαιωμάτων που διαρκώς πιέζει ανταγωνιστικά τις δυτικές οικονομίες. Μετά την κρίση του ’70 η απάντηση ήταν ο νεοφιλελευθερισμός του μεταφορντισμού, των ευελιξιών στην παραγωγή και την απασχόληση, η λιτότητα. Που, δυστυχώς τότε, τις όψεις «ευελιξίας» του χαιρέτισε και μέρος της αριστεράς (με προεξάρχουσες τάσεις από το ευρωκομμουνιστικό Ιταλικό ΚΚ) σχεδόν ως «αντιμονοπωλιακή» εξέλιξη εφόσον κατακερματιζόταν το μεγάλο φορντικό εργοστάσιο… Πλέον πάμε πολύ πίσω και από αυτό, επιστρέφουμε σε προπολεμικές συνθήκες εντατικοποίησης και κατακερματισμού της εργασίας. Το κεφάλαιο μετακυλίει την κρίση του στις δυνάμεις της εργασίας και αν δεν υπάρξει κινηματικό φρένο και συγκρότηση αντίπαλου δέους πολιτικά αυτή η διαδικασία θα συνεχιστεί. Αυτή είναι η ουσία της ταξική διάστασης των πολιτικών διεθνώς, αυτή ορίζει και ανάλογα καθήκοντα για όλους και όλες μας στο κίνημα και την πολιτική αριστερά.
Σημαντικό σημείο της αποτύπωσης της κατάστασης όμως είναι να ξαναθυμηθούμε και τι είναι αυτό που το λένε «ιμπεριαλισμό». Είναι απλά μία διαδικασία εξαγωγής κεφαλαίου σε πιο προσοδοφόρες ευκαιρίες επένδυσης; Είναι η εξαγωγή κεφαλαίου από πιο αναπτυγμένες χώρες σε πιο υπανάπτυκτες (κάτι που δεν ίσχυε σα γενική ή κύρια τάση ούτε στα χρόνια του Λένιν, με κυρίαρχη τάση τότε όπως και αργότερα την εξαγωγή κεφαλαίων περισσότερο μεταξύ των καπιταλιστικά αναπτυγμένων χωρών). Είναι βασικά μία πολιτική διαδικασία επιβολής και «αποικιοποίησης» εις βάρος των λιγότερο ισχυρών χωρών; Κατά τη γνώμη μου, η ουσία δεν είναι εκεί. Όψεις των παραπάνω διαδικασιών υπάρχουν, πρέπει όμως και να μπαίνουν σε ένα ορθό πλαίσιο. Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα σύστημα σχέσεων που δημιουργείται από την αυθόρμητη λειτουργία του κεφαλαίου στο διεθνές επίπεδο. Δημιουργεί σχέσεις οικονομικής και πολιτικής ανισοτιμίας στη βάση της μεταφοράς αξίας μέσω των διαδικασιών του ενδοκλαδικού και διακλαδικού ανταγωνισμού διεθνώς αλλά φυσικά και μέσω χρηματοπιστωτικών πιέσεων. Και φυσικά αυτό το σύστημα σχέσεων βάθυνε και ολοένα βαθαίνει με την άρση κάθε είδους προστασίας των εγχώριων οικονομιών, δηλαδή με την ένταση των λειτουργιών διεθνοποίησης του κεφαλαίου στην εποχή μας. Για αυτό οι ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορούν να μετακυλίουν ευκολότερα την κρίση τους σε πιο «αδύναμους κρίκους». Κάτι που γίνεται και στο επίπεδο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων (π.χ. με τη μεταφορά της εστίας της κρίσης από τις ΗΠΑ αρχικά στην Ευρωζώνη λόγω και των δομικών αντιφάσεών της), και φυσικά και προς τις πιο αδύναμες οικονομίες και χώρες (η όξυνση της ελληνικής κρίσης και γενικότερα των νότιων χωρών εντός της ΟΝΕ, το πώς επωφελείται η Γερμανία εντός της κλπ.).
Αν αυτά ισχύουν τότε το βασικό που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε για το μέλλον της Αριστεράς διεθνώς είναι ότι η Αριστερά δεν θα έχει κανένα μέλλον αν συνεχίσει να κινείται με τα καύσιμα, τις νοοτροπίες και πρακτικές της τελευταίας 40ετίας. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι τελείωσε η εποχή της μακράς περιόδου «νομιμότητας» και σταθεροποίησης της αστικής δημοκρατίας που εγκαινιάστηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη και στη χώρα μας μετά τη χούντα. Πλέον είμαστε στην εποχή της «μεταδημοκρατίας» και του εντεινόμενου αυταρχισμού Αν δεν αλλάξει ρότα, λοιπόν, η Αριστερά θα συνεχίσει να ηττάται και θα περιθωριοποιηθεί χειρότερα. Φοβάμαι ότι παρά τις ελπίδες που δημιουργούν τα φαινόμενα τύπου Podemos και Μπλόκο στην Πορτογαλία, πόσο μάλλον φαινόμενα τύπου Κόρμπιν και Σάντερς, είναι μεν δείκτες των τεκτονικών αλλαγών που γίνονται κοινωνικά και πολιτικά στο έδαφος της κρίσης, αλλά αν δεν αλλάξουν αποφασιστικά τον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης στις χώρες τους δεν θα μπορέσουν να απαντήσουν, θα παραμένουν εγκλωβισμένα στο υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο. Καταλήγοντας ετεροχρονισμένα σε φαινόμενα τύπου «ιταλοποίησης» της Αριστεράς ή μνημονιακές στροφές τύπου ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν φαίνεται να χαράζουν διαφορετική πορεία μέχρι στιγμής δυστυχώς. Δεν το λέω αυτό αφ’υψηλού, ούτε κατακρίνω εύκολα όσους και όσες στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτών των χωρών παλεύουν μέσω τέτοιων πολιτικών σχηματισμών. Όμως εκτιμώ ότι το καθήκον επανίδρυσης της Αριστεράς είναι επείγον και επιτακτικό, και όχι μόνο στη χώρα μας.  Επανίδρυσης σε όλα τα επίπεδα: στρατηγικά, προγραμματικά, πολιτικά, κινηματικά. Αυτό το καθήκον διακηρύξαμε ότι θέλουμε να το υπηρετήσουμε ως ΛΑΕ. Πρέπει όμως και να το ορίσουμε συγκεκριμένα και να κυρίως να πράξουμε σε αυτή την κατεύθυνση.

Πώς να προχωρήσουμε;
Καταρχάς, να ορίσουμε τους κύριους αντιπάλους μας. Και αυτοί δεν είναι άλλοι από τους ντόπιους και ξένους υποστηρικτές των μνημονιακών αντεργατικών πολιτικών και της λιτότητας. Δηλαδή, το εγχώριο κεφάλαιο και οι πολιτικοί εκφραστές του και το ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ που αυταρχικοποιείται όλο και περισσότερο. Και πιέζει ασφυκτικά τους εργαζόμενους και τις μικρότερες χώρες με το μηχανισμό της ΟΝΕ αλλά και άλλες ρυθμίσεις (Σύμφωνο Σταθερότητας, Συνθήκη της Λισσαβώνας, επί μέρους ευρωπαϊκές πολιτικές – ΚΑΠ, Μπολόνια στην εκπαίδευση κλπ.). Εχθρός λοιπόν δεν είναι ούτε μόνο γενικά και αφηρημένα το κεφάλαιο, ούτε φυσικά απλώς οι «ξένοι». Είναι αυτός ο συνδυασμός που ορίζει στην πραγματικότητα και την ιεραρχική δόμηση του κεφαλαίου διεθνώς και ανισόμετρα. Και για αυτό δεν αρκεί ούτε ο ανιεράρχητος αντικαπιταλισμός ούτε γενικά και αφηρημένα ο «πατριωτισμός». Απαιτείται μία σύγχρονη και γόνιμη επανεξέταση της σχέσης «εθνικού» και «ταξικού» που συνδέει τα αιτήματα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας με το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα. Xωρίς να υποτιμά το εκρηκτικό περιεχόμενο που έδωσε και μπορεί να ξαναδώσει η σωστή σύνδεσή τους, μαθαίνοντας φυσικά και από λάθη της Αριστεράς στο ζήτημα. Οι εξελίξεις στη Λατινική Αμερική δείχνουν τις δυνατότητες αλλά και τα όρια που τίθενται στην Αριστερά όταν δεν προχωρά αποφασιστικά τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Δεν παλεύουμε για την «πατρίδα» γενικά, ούτε για καμια «εθνική ενότητα» ή ομοψυχία. Παλεύουμε για τα «πεζούλια» μας όπως έλεγε ο Άρης κόντρα σε ένα κεφάλαιο που δεν διαλέγει καμια πατρίδα μπροστά στο κέρδος του. Παλεύουμε έτσι για να οικοδομήσουμε ένα μεγάλο λαϊκό κοινωνικό μπλοκ υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης, ένα μπλοκ που ανασυγκροτεί έμπρακτα το «έθνος των εργαζομένων» κόντρα στο «έθνος των αστών» και τις πλαστές ομοψυχίες του.
Στο πλαίσιο, αυτό η κεντρικότητα της πάλης ενάντια στην ΟΝΕ και την ΕΕ είναι κομβική όπως αποδεικνύεται από τη ζωή την τελευταία 6ετία και ειδικά από τις εξελίξεις του καλοκαιριού του 2015. Αποτελούν αναγκαίους κρίκους στο ξεδίπλωμα της πάλης μας για κοινωνική απελευθέρωση από τα μνημόνια. Η συζήτηση στην αριστερά και το κίνημα για το ευρώ και την ΕΕ είναι ενεργή ήδη από τις πλατείες το 2011, έστω και μειοψηφικά, και η εμπειρία ειδικά του καλοκαιριού έχει καταστήσει πλατιά κατανοητή την ανάγκη της ρήξης με το ευρωσύστημα. Με αυτό δεν εννοώ φυσικά ότι είναι και αυτόματα αποδεκτή, σημαίνει όμως ότι η πλειοψηφία του λαού καταλαβαίνει πλέον ότι απαιτείται ρήξη για να φύγουμε από το ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονίων. Αν δεν πείσουμε λοιπόν για την αναγκαία εναλλακτική πορεία τότε απλά θα κατισχύσει η λογική ΤΙΝΑ. Πώς θα πείσουμε όμως αν δεν αναδεικνύουμε και εμείς αυτό που ο απλός κόσμος καταλαβαίνει; Πώς θα πείσουμε αν μιλάμε με «ευκολίες» για την έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ; Σε αυτό ακριβώς διαφωνώ με το σ.Παπακωνσταντίνου[1] όταν λέει ότι όσοι αναδεικνύουν το ζήτημα της ρήξης με την ΕΕ λένε απλά ταυτόχρονη διπλή αποδέσμευση από ευρώ-ΕΕ. Ας μην κάνουμε τόσο εύκολες κριτικές μεταξύ μας…Να συμφωνήσω μαζί του στο ότι θέλουμε να διεκδικήσουμε την ηγεμονία στις λαϊκές τάξεις και την κοινωνία και συμφωνούμε επίσης και ότι αυτή τη στιγμή στο ζήτημα της Ευρώπης οι αντίπαλοί μας έχουν διαμορφώσει καλύτερο συσχετισμό για αυτούς (παρόλο που το κλίμα είναι σαφώς αλλαγμένο σε σχέση με 5 και 10 χρόνια πριν με άνοδο των τάσεων ευρωσκεπτικισμού). Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι τελικά πώς διεκδικείς την ηγεμονία; Χωρίς να λες καν τη θέση σου στο ζήτημα επειδή τώρα δεν είναι πλειοψηφική και «ώριμη» ή λέγοντάς την και παλεύοντας για αυτή προσπαθώντας να «ανοίξεις χώρο» για αυτή, να μετατοπίσεις το πλαίσιο της συζήτησης και των συνειδήσεων. Διακρίνοντας φυσικά άμεσα  αιτήματα από αιτήματα ζύμωσης, με ιεράρχηση των κρίκων και αναγνωρίζοντας την κεντρικότητα του κρίκου ΟΝΕ αυτή τη στιγμή όπως ορθά λέμε ως ΛΑΕ. Αυτό υποστηρίζουμε πολλοί που θέτουμε το ζήτημα για τη θέση για την ΕΕ, ας συζητήσουμε λοιπόν πιο ουσιαστικά και πιο ανοιχτά μεταξύ μας χωρίς εύκολες σχηματοποιήσεις. Η ΛΑΕ πρώτον πρέπει να έχει θέση για τον εαυτό της και δεύτερον να την εκφωνεί, όχι ως κεντρικό κρίκο μεν αλλά όχι και εντελώς στο περιθώριο της τοποθέτησής της.
Η εκτίμησή μας για την περίοδο είναι επίσης πολύ σημαντικό ζήτημα. Πορευτήκαμε από το φθινόπωρο κυρίως με μία εκτίμηση ότι έρχονται άμεσες πολιτικές εξελίξεις και πιθανές εκλογές και ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα μακροημερεύσει μάλλον. Συχνά εκφωνήθηκε και με τόνο υπερβολής αυτή η εκτίμηση, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Δεν σκοπεύω να κάνω τον έξυπνο, όλοι λιγότερο ή περισσότερο κάποια στιγμή θεωρήσαμε ότι όντως έχει πιθανότητες αυτό το ενδεχόμενο. Το θέμα είναι να αποτιμήσουμε πού είμαστε τώρα. Και η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα μάλλον κέρδισε πολιτικό χρόνο καταφέρνοντας να περάσει χωρίς απώλειες τα νέα μέτρα. Στο έδαφος της συνεχιζόμενης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και ξαφνικές εξελίξεις, τυφλή κοινωνική έκρηξη κλπ. Όμως μάλλον τα ενδεχόμενα περιορίζονται αισθητά αυτή τη στιγμή. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να πέσουμε σε ένα εσώστρεφο αναστοχασμό, αν και η βαθύτερη αναζήτηση και ο απολογισμός όλης της πενταετίας είναι αναγκαίος για να βρούμε νέες αποτελεσματικές απαντήσεις και πρακτικές. Όμως, η εκτίμηση αυτή διαψεύστηκε και πρέπει να τροποποιηθεί γιατί είχε και συγκεκριμένες πολιτικές συνέπειες στη λειτουργία της ΛΑΕ. Οδήγησε σε μία ΛΑΕ σχεδόν σε διαρκή προεκλογική καμπάνια, σε διαρκές τρέξιμο καμπανιακού τύπου και συχνά χωρίς συλλογικά επεξεργασμένο σχέδιο, σε εκφώνηση απλά καταγγελτικών αιτημάτων έναντι της κυβέρνησης χωρίς προσπάθεια να πούμε θετικά και επεξεργασμένα την πρότασή μας για φιλολαϊκή έξοδο από την κρίση με έξοδο από την ΟΝΕ. Και απονεύρωσε πολλές πολιτικές επιτροπές που κατέληγαν συχνά απλά να διοργανώνουν εκδηλώσεις με στελέχη και να μοιράζουν κεντρικά κείμενα υποτιμώντας την πολιτική συζήτηση, τον ειδικό σχεδιασμό για το χώρο ευθύνης τους, χωρίς πρωτοβουλίες για αυτόν.
Αν λοιπόν ο κεντρικός στόχος μας είναι η ρήξη με χρέος, μνημόνια και ευρωσύστημα και η περίοδος έχει τροποποιημένα χαρακτηριστικά, πρέπει να συζητήσουμε τι απαιτείται πλέον για να παρέμβουμε αποτελεσματικά. Χρειάζεται ανάταξη και επανίδρυση της ΛΑΕ. Πρέπει να βαθύνουμε πολιτικά το λόγο μας και να γίνει σοβαρή και κυρίως συλλογική επεξεργασία του προγράμματος μαζί με τον κόσμο του κινήματος και τη μαχόμενη διανόηση. Χρειαζόμαστε προγραμματική αφήγηση και επεξεργασία και της ρήξης και του αναγκαίου παραγωγικού μετασχηματισμού. Δεν αρκεί απλά η καταγγελία του μνημονίου και της λιτότητας και ευκολίες στην εκφώνηση για τη φιλολαϊκή διέξοδο. Αυτό το έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν προετοίμασε τον κόσμο για καμια ρήξη έτσι και στη νέα συγκυρία δεν είναι καθόλου πειστικό. Δεν αρκεί απλά η διεκδίκηση της αναδιανομής εισοδήματος με υποτίμηση της ρήξης με το ευρωσύστημα αφού αν δεν υπάρξει τέτοια ρήξη ούτε η αναδιανομή είναι εφικτή και ακόμα και αν γινόταν θα καταναλωνόταν σε μεγάλο βαθμό σε εισαγωγές αυξάνοντας πάλι το χρέος όπως έγινε σε όλη την περίοδο που είμαστε εντός ΟΝΕ. Πρέπει να μπορούμε να απαντάμε έστω και στοιχειωδώς στις ερωτήσεις του κόσμου «πώς θα βγούμε από τα μνημόνια;», «πώς θα βγούμε από το ευρώ χωρίς να πληρώσει ο λαός;», «τι θα κάνουμε με τα τρόφιμα και το πετρέλαιο;», «τι θα γίνει με την ανεργία;», «τι διεθνείς σχέσεις θα έχουμε, θα γίνει πόλεμος;» κλπ.
Χρειαζόμαστε κινηματικό προσανατολισμό και σχέδιο, συλλογική και νεανική φυσιογνωμία. Να οργανώνουμε τις δυνάμεις μας συντονισμένα στα μέτωπα πάλης, να σχεδιάζουμε τον κινηματικό βηματισμό μας εκεί, την κοινή δράση και το συντονισμό μας με άλλες ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Να γίνει ο κόσμος μας οργανικό κομμάτι, «πυρήνας» κινημάτων με συλλογικό και σχεδιασμένο τρόπο. Όχι απλά να «εκπροσωπούμε» κινήματα που ξεσπούν με όρους κεντρικής πολιτικής εκφώνησης, αλλά να οικοδομούμε κινήματα μεθοδικά και με υπομονή. Να εκπέμπουμε αγωνιστική φυσιογνωμία και νεανική ζωντάνια προβάλλοντας και νέα πρόσωπα ειδικά από κινηματικούς χώρους. Ο κόσμος μας είναι αρκετά ενεργός, με κινηματική και μετωπική κουλτούρα, γνώση και εμπειρία σε πολλούς χώρους. Είναι άλλο πράγμα όμως το να κινείται συχνά πρωτοβουλιακά (ατομικά ή σε επίπεδο οργανώσεων-συνιστωσών) και άλλο να κατακτήσει η ΛΑΕ αυτή τη φυσιογνωμία και τη δυνατότητα να είναι πολιτικό κέντρο όλων αυτών των προσπαθειών, να βοηθά και να βοηθιέται από αυτή τη σχέση.
Χρειαζόμαστε τολμηρό και ειλικρινές μετωπικό κάλεσμα σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις. Ακριβώς επειδή θέλουμε να υπηρετήσουμε κοινωνικά και πολιτικά το σχέδιο της ρήξης, επιδιώκουμε την πλατύτερη κοινωνική και πολιτική συσπείρωση που θα μπορεί να το υλοποιήσει. Πώς όμως; Συγκεντρώνουμε δυνάμεις στη βάση της ενότητας γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα. Υπερασπίζομαι τη λογική της πλατύτερης ενότητας στο μεταβατικό πρόγραμμα όπως την υπερασπίστηκα και όταν ήμουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπου κόντρα στην κεντρική σεχταριστική γραμμή την υλοποιούσαμε σε διάφορα σωματεία, δημοτικά σχήματα και επιτροπές αγώνα. Και έφυγα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ όταν έγινε σαφές ότι πλέον αποκλίνει όλο και περισσότερο από αυτή την κατεύθυνση και στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο. Ενότητα λοιπόν, όχι όμως απλά «ενότητα της Αριστεράς» (σχέδιο που χρεοκόπησε πλέον με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ), όχι γενικά και αφηρημένα ενότητα για «αποτελεσματικότητα». Θέλουμε αποτελεσματικότητα με ριζοσπαστικό πρόσημο, για την οικοδόμηση μίας κατεύθυνσης ρήξης, αλλιώς αποτελεσματικότητες υπάρχουν πολλές και τις εξυπηρετούν άλλοι. Σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε διαρκώς πλατιές συσπειρώσεις στο κίνημα στη βάση των αναγκαίων αιτημάτων σε κάθε μέτωπο πάλης και με σαφή ριζοσπαστική αντικυβερνητική, αντιμνημονιακή και αντιεργοδοτική κατεύθυνση. Σε αυτή τη βάση επιδιώκουμε πολιτικές συμμαχίες και συνεργασίες με δυνάμεις που κινούνται αντιμνημονιακά, ριζοσπαστικά και σε κατεύθυνση ρήξης με το ευρωσύστημα, παίρνοντας πρωτοβουλίες και καλώντας ανοιχτόκαρδα το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την Πλεύση Ελευθερίας, δυνάμεις, συντρόφους και συντρόφισσες που έχουν φύγει από το ΣΥΡΙΖΑ, απλό ανένταχτο κόσμο. Αυτός είναι, τέλος, ο λόγος που πρέπει να χωρίσουν οι δυνάμεις μας με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ παντού. Γιατί ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξυπηρετεί αυτή την κατεύθυνση, αλλά υλοποιεί μνημόνιο και είναι πλέον ένα σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα. Ούτε νέο ΚΚΕ χρειαζόμαστε λοιπόν, αλλά ούτε ΣΥΝ της δεκαετίας του ’90 με «κεντροαριστερές» συνεργασίες κεντρικά ή σε χώρους.
Ο ρώσος συγγραφέας Ιβάν Τουργκένιεφ έγραψε κάποτε «Να φωνάζεις δυνατότερα ενάντια στα ελαττώματα που νιώθεις ότι έχεις», σε μία αποστροφή που άρεσε στο Λένιν να χρησιμοποιεί. Αν πολύς κόσμος της ΛΑΕ το κάνει νιώθοντας τις ανεπάρκειές μας σε σχέση με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις που έχουμε να σηκώσουμε στις πλάτες μας, δεν είναι γιατί θέλει να τραυματίσει το εγχείρημά μας. Είναι ακριβώς γιατί θέλει να υπερβούμε τις ανεπάρκειες όλοι μαζί. Για να μπορέσει να γίνει η ΛΑΕ, που είναι αναγκαία αφετηρία για κάτι τέτοιο, καταλύτης για ένα σύγχρονο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα υλοποιήσει επιτυχώς την ανατροπή και τη ρήξη με το βραχνά του χρέους, τα μνημόνια και το ευρωσύστημα. Για ένα μέτωπο που θα φτιάξει μία νέα «πατρίδα», των εργαζομένων και της νεολαίας. Όπως έλεγαν και οι παλιοί, έχουμε πολύ μαλλί να ξάσουμε ακόμα για αυτό, ας αρχίσουμε να το κάνουμε!
[1] Βλ. http://iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=24428:petros-lae&catid=81:kivernisi&Itemid=198

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου